Βαράγγοι

Βαράγγοι
Ονομασία αυτοκρατορικής μισθοφορικής φρουράς στην υπηρεσία των Βυζαντινών. Τη φρουρά αυτή τη συγκροτούσαν Ρώσοι, Σκανδιναβοί και Άγγλοι στρατιώτες. Για πρώτη φορά, το 988, έφτασαν στο Βυζάντιο 6.000 Ρώσοι Β. που τους είχε στείλει ο πρίγκιπας Βλαδίμηρος να βοηθήσουν τον Βασίλειο Β’ τον Βουλγαροκτόνο εναντίον των σφετεριστών του θρόνου του. Η ρωσική αυτή δύναμη, που ονομαζόταν Ντρούτσινα, πήρε μέρος στις μάχες της Χρυσούπολης και της Αβύδου (989) υπό τις διαταγές του αυτοκράτορα και συνέβαλε αποφασιστικά στη νίκη του βυζαντινού στρατού. Αργότερα, οι Β. πήραν μέρος στην εκστρατεία του Γεωργίου Μανιάκη στη Σικελία που έγινε στα μέσα του 11ου αι. και προσέφεραν σημαντικές υπηρεσίες στους Βυζαντινούς κατά τη διάρκεια της πολιορκίας της Κωνσταντινούπολης από τους Φράγκους το 1203. Στα μέσα του 11ου αι., οι Β. άρχισαν να στρατολογούνται όχι από τη Ρωσία, όπως γινόταν μέχρι τότε, αλλά από την Αγγλία, και είναι χαρακτηριστικό σχετικά ότι ο Ντι Κανζ στο Glossarium mediae et infimae latinitatis ετυμολογεί το Β. από την αγγλική λέξη waring, που σημαίνει τον πολεμιστή, τον μαχητή. Ο Ράισκιν, στο υπόμνημά του προς τον Κ. Πορφυρογέννητο, υποστηρίζει την εκδοχή ότι τα ονόματα Φράγκοι και Β. συνιστούν παραλλαγές της λέξης Φράγκοι, που ήταν λαοί γερμανικής προέλευσης. Μια εκδοχή που διασταυρώνεται και από σχετικό κείμενο του Συμεών του Μάγιστρου, παρέχει την πληροφορία ότι οι λαοί του Βορρά (κυρίως οι Ρος) ονομάζονται από τους Βυζαντινούς και Φράγκοι. Ο Μ. Δένδιας στο Οι Β. και το Βυζάντιο (1926) δέχεται ως ορθότερη τη γνώμη του Ε. Ζεγιέρ ότι οι Βαρέγκουες των Ρώσων είναι οι Β. των Βυζαντινών και οι Βερίνγκουες ή Βέρινγκατ του Βορρά, και ότι η ετυμολογία της λέξης στην τοπική γλώσσα προέρχεται από το βαραβέρε, που σημαίνει συνθήκη και αναφέρεται στο γεγονός ότι οι πολεμιστές αυτοί πρόσφεραν τις υπηρεσίες τους ύστερα από την υπογραφή σχετικής συμφωνίας. Οι Βυζαντινοί χρονικογράφοι περιγράφουν τους Β. ως ψηλόσωμους πολεμιστές με ξανθά μαλλιά και γαλανά μάτια, που χρησιμοποιούσαν ως κύριο όπλο το τσεκούρι και παρατάσσονταν στη μάχη με έναν ιδιόμορφο τρόπο, ώστε να σχηματίζουν ένα είδος ανθρώπινου πύργου την ώρα της μάχης.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • Варяги — (др. исл. Vaeringjar, греч. Βάραγγοι)  группа в составе населения Древней Руси, этнический, профессиональный либо социальный характер которой вызывает многочисленные дискуссии. Традиционные версии отождествляют варягов с выходцами из… …   Википедия

  • Varangians — The Varangians or Varyags (Old Norse: Væringjar, Greek: Βάραγγοι, Βαριάγοι, Váraggoi / Varyágoi , Ukrainian and Russian: Варяги, Varyahy / Varyagi ), sometimes referred to as Variagians , were Vikings, [ [http://www.britannica.com/eb/article… …   Wikipedia

  • Норманны — (от Nord и mann, то есть северные люди , нем. Normannen, франц. Normands). Под этим именем известны германские племена, населявшие Скандинавию (Норвегию, Швецию, Данию, Ютландию) и совершавшие с VIII в. набеги на берега почти всей Европы. Морские …   Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона

  • Varego — Grafiti vikingo en la segunda planta de Hagia Sofía (siglo IX). Los varangios, varegos, varengos o varyags (del nórdico antiguo: Væringjar; griego: Βάραγγοι, Βαριάγοι, Varangoi, Variagoi, ruso y ucraniano: Варяги, Varyagi/Varyahy) eran daneses… …   Wikipedia Español

  • VARGI et VARINGI — VARGI, et VARINGI Anglo Dani mediô aevô sunt dicti, qui ex Anglia pulsi, a Normannis, Byzantinorum Imperatorum obsequio sese mancipârunt, Βαράγγοι apud Scriptores huius Imperii passim. Nempe Waringe Anglis maledictio est, anathematizatio, et… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • Νορμανδοί — (γερμ. Normannen = άνθρωποι του βορρά). Γερμανικός λαός που κατοικούσε στις Σκανδιναβικές χώρες, γνωστός και με την ονομασία Βίκινγκς. Με πρωτόγονο πολιτισμό, αλλά εξαίρετοι ναυτικοί, ανέπτυξαν μεγάλη πειρατική δράση και κυρίως από τον 9o αι.… …   Dictionary of Greek

  • harang — haráng ( ắngi), s.n. – (Trans., Banat) Clopot. – var. (Olt.) harîng. Mag. harang (DAR; Scriban; Gáldi, Dict., 134). – Der. barangă, s.f. (animal care serveşte de călăuză celorlalte; gălăgios, palavragiu), prin contaminare cu mag. beregni a mugi …   Dicționar Român

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”